- σέβερος
- σέβερος· εὐσεβής, δίκαιος, Hsch., cf. Theognost.Can.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σέβερος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ευσεβής, δίκαιος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. σεβ τού σέβομαι με υγρό επίθημα (πρβλ. ὕδωρ: ὕδερος)] … Dictionary of Greek